λογογραφικός

λογογραφικός
η , ό[ν] см. λογοτεχνικός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "λογογραφικός" в других словарях:

  • λογογραφικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφικός — ή, ό (Α λογογραφικός, ή, όν) [λογογράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λογογράφο ή στη λογογραφία, στη σύνταξη λόγων ή πεζού λόγου («σὺ δ ἔχεις ἀνάγκην λογογραφικήν» σού χρειάζονται κανόνες συγγραφής, Πλάτ.) αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ… …   Dictionary of Greek

  • λογογραφικός — ή, ό ο λογοτέχνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογογραφικόν — λογογραφικός of masc acc sg λογογραφικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφικαῖς — λογογραφικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφικοῖς — λογογραφικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφικῆς — λογογραφικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφική — λογογραφικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφικήν — λογογραφικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφικῶς — λογογραφικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφικῷ — λογογραφικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»